Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Ελεύθερο κάμπινγκ σημαίνει βρώμα και δυσωδία!

Διαβάζω το άρθρο της φίλτατης Χριστίνας Ταχιάου, με τίτλο «Κάμπινγκ σημαίνει ελευθερία«. Είμαι διστακτικός με τη συνήθεια του κάμπινγκ. Παρ' όλο που στο παρελθόν έμεινα σε σλίπινγκ μπανγκ σε κάμπινγκ στη Σαντορίνη, και ναι μεν, εξαιρετικά ήτο που το πρωινό αεράκι μας ξυπνούσε, αλλά καθότι είμαι σιχασιάρης και επιθυμώ ιδιωτικότητα, αγγλιστί πράιβασι, που λένε, προτιμώ να στριμώχνομαι οικονομικά και να μένω έστω και σε ένα δωμάτιο φτηνό, φαντασιωνόμενος τη λιτότητα διαμονής του Ελύτη, που ιδροκοπώντας ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο, έγραφε υμνώντας τη θερινή ένδεια, παρά να διαβιώ στην ύπαιθρο ως αγριοκάτσικο.
Τέλος πάντων, περί ορέξεως και τα λοιπά, κάμποσο καιρό προσπαθούν να με πείσουν για το πόσο ονειρεμένες είναι οι διακοπές σε κάμπινγκ στη Χαλκιδική, όπου φθηνά νοικιάζοντας ένα τροχόσπιτο, έχεις και διαμονή ιδιαίτερη, και όλη μέρα είσαι στο κύμα δίπλα, με μια σαγιονάρα πρωί-βράδυ, ίσως του χρόνου το επιχειρήσω.
Το πρόβλημά μου είναι με το ελεύθερο κάμπινγκ, αγαπητοί μου. Με αυτή τη βρωμερή και φτωχομπινεδιάρικη συνήθεια, που έχει βαφτιστεί οικολογική, μαγαρίζοντας ακόμη και τη φυσιολατρεία! Σε λίγο θα μας πουν ότι το ελεύθερο κάμπινγκ προσιδιάζει του Διονυσίου Σολωμού, ως άλλος ύμνος εις την ελευθερίαν!
Και επειδή κάτι αριστεροαναρχόφρονες ξεκινούν να με βρίζουν, τους ακούω ήδη, εξηγούμαι:
Αυγουστιάτικο καλοκαιρινό πρωινό, με τον άνεμο να έχει πέσει, ξεκινάμε με αγαπητούς φίλους από τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης για το νότο, ήτοι, για το χωριό Μύρτος, δυτικά της Ιεράπετρας. Φτάνουμε, έχοντας διασχίσει μια νάιλον θάλασσα από θερμοκήπια, σε μια ατελείωτη αμμουδερή με μικρό-μικρό βοτσαλάκι ακτογραμμή, με πάμπολλες ήρεμες γωνιές, το Λιβυκό πέλαγος στο πιάτο και ελάχιστο κόσμο. Στη διαδρομή οι φίλοι εκφράζουν την αγανάκτησή τους, που οι Αρχές του τόπου κυνηγούν τους πτωχούς σκηνούχους, που προσπαθούν να απολαύσουν διακοπές με τα πενιχρά οικονομικά τους μέσα. «Να μην μπορείς δηλαδή» λέει ο φίλος, «να κάνεις διακοπές χωρίς να πληρώσεις έστω έναν κερατά, ξενοδόχο ή δωματιά».
Φτάνοντας στο τέρμα σχεδόν της παραλίας, αντικρίζουμε δύο ομάδες ελεύθερων κατασκηνωτών, οι οποίοι όχι μόνον έχουν στήσει τα αντίσκηνά τους, όχι μόνον έχουν κοτσάρει και μια τέντα να, ως υπόστεγο μην τους κάψει ο ήλιος, αλλά έχουν τοποθετήσει δύο θηριώδεις ψησταριές, καρέκλες, τραπέζια, ξαπλώστρες, ομπρέλες, ψαροντούφεκα, μάσκες και σκοινιά μπουγάδας, καθώς και δύο, σχεδόν σε μέγεθος άρματος μάχης, Βολκσβάγκεν Τουαρέγκ φαρδιά-πλατειά στην άμμο, με τις ροδιές τους να έχουν χαράξει τη μισή παραλία.
Και λέω εγώ τώρα ο αντιδραστικός:
Βρε, αθεόφοβε νεοέλληνα!
  1.  Ποιος σου είπε, βρε, ότι η αμμουδιά είναι ιδιοκτησία σου, βρε, και σχεδόν την περιέφραξες;
  2.  Αν δεν είναι τσιγγουνιά και μην πω τι άλλο, τι στο διάλο είναι το δήθεν ελεύθερο κάμπινγκ σου, μου θες και ερημιά τρομάρα σου, για να υπερηφανεύεσαι ότι δεν πλήρωσες δωμάτια, κι ας έφαγες δεκαπέντε κιλά κρέας σκοτωμένο σε μπρι ζόλια και κοψίδια σε αυτοσχέδιο μπάρμπεκιου;
  3.  Το ρημαδοάμαξό σου τι το πάρκαρες εκεί μπροστά; Δεν βαρέθηκες να το βλέπεις; Ποιος θα στο κλέψει, ο γιδοβοσκός με τα κατσίκια από πάνω; Στο κάτω-κάτω, για τη θέα της θαλάσσης δεν πήγες εκεί;
  4.  Γιατί τώρα εγώ είμαι σίγουρος ότι άμα φύγεις θα αφήσεις ένα βουνό από σκουπίδια και άλλα απορρίμματα ξοπίσω σου; Και αφού έχεις κοτζάμ τζιπάρα, εξαιρετικής γερμανικής τεχνολογίας, που τα έσκασες χοντρώς για να την πάρεις, τόσο πολύ σου λείπει το χωριό σου και θες να αφοδεύεις στα βάτα, μωρέ;
  5.  Η χρήση δε διώκεται πια, μην έχεις την ανάγκη να πας στου διαόλου τη μάνα για να απολαύσεις το μπαφίδι σου. Τουλάχιστον αυτό θα το φουμάρεις ως το τέλος και δε θα αφήσεις γόπες τριγύρω.
Συμφωνώ, όλα είναι θέμα αγωγής, όχι παιδείας, αγωγής! Και αντί να φλομώνουνε τα παιδιά στα θρησκευτικά και τα ξύλινα αρχαία στα σχολεία, ας τα πάνε και καμιά κατασκήνωση να μαθαίνουνε την επιβίωση και την αυτάρκεια. Αλλά να βαφτίζουμε και το γούστο μας ελευθερία, ε όχι, μωρέ αδέρφια παραθεριστές! Τώρα που βρίσκει κανείς πάμφθηνα καταλύματα ένεκα της κρίσεως. Δεν είναι η κρίση και οι διακοπές του λαού, αλλά η ανοησία μας, που τρακάρει με ιδεολογία και τινάζεται στον αέρα της κακογουστιάς!
Κοντολογίς: Παραθερίστε όπως γουστάρετε. Παίξτε και ρακέτες, τάκα-τάκα να μας παίρνετε τ' αυτιά, κουβαλήστε και τάβλια να ξεχαρμανιάσετε ντούκου-ντούκου, πιείτε και τα φρέντα σας στην παραλία, αλλά φεύγοντας μαζέψτε τα σκουπίδια και τις γόπες, μωρέ! Αγαπήστε τη χώρα και στις διακοπές! Όχι μόνο όταν διαδηλώνετε!

(δημοσιεύτηκε στο Protagon στις 19 Αυγούστου 2013)
Συγχύστηκα πάλι! Ουφ!

Ο Δον Κιχώτης στην Πάρο

Ο Δον Κιχώτης στην Πάρο. 


Για να πάει κανείς στη δουλειά του πρέπει να μετακινηθεί. Να μπει σε ένα αυτοκίνητο. Σε ένα τρένο, αεροπλάνο, πλοίο. Εκτός αν μένει κοντά και πάει με ποδήλατο. Για να ζεσταθεί πρέπει να ανάψει σόμπα ή να κάψει πετρέλαιο.
Αντίστοιχα για να κάνει σχεδόν το ο,τιδήποτε χρειάζεται ρεύμα. Το ρεύμα παράγεται από ορυκτά καύσιμα. Στη χώρα μας από λιγνίτη, που θεωρείται το ρυπαρότερο από όλα τα ορυκτά. 
Εξαιρουμένου του εγχώριου ρυπογόνου λιγνίτη, όλα τα υπόλοιπα, χρειάζονται ένα προϊόν που παράγεται πολύ μακρυά, σε χώρες με πολύ ζέστη από ανθρώπους που φοράνε κελεμπίες. Τα παράγωγα αυτά βγαίνουν από τα έγκατα της γης, δυιλίζονται σε διάφορες μορφές, μπαίνουν σε καράβια, διασχίζουν θάλασσες και φτάνουν σε μας εισαγόμενα και ακριβά. 

Στη χώρα μας έχουμε ήλιο, πολύ ήλιο. Και στα νησιά μας αέρα, πολύ αέρα. Ενίοτε κοπανιστό, αλλά και κανονικό, μελτέμια, πουνέντηδες, σιρόκους, νοτιάδες και βοριάδες. Έχουμε και δον Κιχώτηδες. Που κυνηγάνε τους σύγχρονους ανεμόμυλους. Δηλαδή τις ανεμογεννήτριες. Μεγάλους μύλους που με το αεράκι παράγουν ρεύμα που δε ρυπαίνει, δε βρωμίζει και δεν καπνίζει, γιατί είναι “καθαρό”, αεράκι που φυσάει και βάζει μπροστά μηχανές ενέργειας. 

Στην Κρήτη παλιά είχανε ξεσηκωθεί στο Λασίθι και αλλαχού, ενάντια σε ένα σχέδιο εγκατάστασης ανεμμογεννητριών, γιατί θα καταστρέφονταν τα μονοπάτια των κρι κρι, θα ξεχορταριάζονταν βοτάνια για να ανέβουν φορτηγά να τις στήσουν και κυρίως γιατί η λεβεντογέννα θα γινότανε λέει η μπαταρία της Ευρώπης, καθώς θα έφευγε το ρεύμα από το κρητικό αεράκι να πάει στη Γερμανία και στους άλλους βαρβάρους. 

Αλλά ο Έλλην Δον Κιχώτης θα τους κυνηγήσει τους ανεμόμυλους που μας έρχονται από έξω. Προτιμάει το πετρέλαιο του σαουδάραβα. Θέλει εξάτμιση να σνιφάρει και να γκαζώνει το ναβάρα στα σπαρτά. Θέλει καρβουναριό, ως άλλος αριστοφανικός Αχαρνιώτης, να ρουφάει και να ντουμανιάζουν τα πλεμόνια του. Προτιμήστε τον ντόπιο λιγνίτη ωρέ, βροντοφωνάζει, όχι τα εισαγόμενα μυλαράκια που αλλοιώνουν το τοπίο. Κανείς δε θα μας αλλοιώσει το τοπίο μας, παρά μόνο εμείς. 

Παλιά στο οροπέδιο πάλι του Λασιθιού εκατοντάδες ανεμομυλαράκια βοηθούσαν στο πότισμα της εύφορης γης. Λένε ότι ήσαντε περίπου 12.000! Και τι όμορφο τοπίο που ήτανε, μέχρι και σε ταινίες το έχουνε τραβηγμένο. Έκτοτε ήρθε ο σωλήνας, η γεννήτρια και η υποθαλάσσια σύνδεση για όλες τις δουλειές. 

Οικολογική συνείδηση, πράσινη ενέργεια, αυτονομία και χαμηλότερο κόστος δε λένε τίποτα στους εγχώριους δον Κιχώτες. Ο Έλληνας Κιχώτης δε διαδηλώνει επειδή γιόμισε ο τόπος του μπετά και εξοχικά και νομιμοποιημένα αυθαίρετα. Δε διαδηλώνει για το μπάζωμα των περιοχών natura με ομπρελοκαθίσματα, σεζλόνγκ και μπητσομπαροκαταστήματα. Δεν τον νοιάζει αν θα έχει καθαρή ενέργεια. Αν η ενέργεια αυτή δεν αποθηκεύεται εύκολα, άρα δεν κινδυνεύει εύκολα να γίνει το νησί του μπαταρία. Δε φοβάται αν κατακαλόκαιρο κοπεί η σύνδεση και δεν έχει ούτε παγάκι να δροσίσει το διψασμένο του λαρύγγι, όχι!

Ο Δον Κιχώτης θα βγει στην Πάρο, στην Κρήτη, στα νησιά, όπου άγνωστοι πάνε να στήσουνε μύλους, θα είναι μπροστάρης στον αγώνα των κατοίκων που θα δώσουν δυναμικό παρών, μαζί με τους κακόμοιρους δημάρχους, που κανείς τους δε λέει  ότι τυχόν φοβούνται να πουν αντίθετη γνώμη μην και τους πάρουν οι επιτροπές αγώνα στο κυνήγι. 

Νόμος είναι το δίκιο του Κιχώτη. Ή μάλλον το γούστο του Κιχώτη. Του Κιχωτάκη, του Κιχωτόπουλου, του Κιχωτίδη, του Κιχώτογλου. 
Και εμείς οι κακόμοιροι, Σάντσο Πάντσηδες, άδικα λέμε ότι θα γενεί ο τόπος πιο καθαρός και αυτόνομος. Ο Κιχώτης τράβηξε μπρος τρεχάλα μην ακούγοντας τίποτα. 
Άσε τη Φραγκιά να έχει φτηνό ρεύμα. Ο Κιχώτης το καίει το κάρβουνο, το πίνει το πετρέλαιο, το λαμπαδιάζει το μαζούτ, τη ρουφάει τη βετζίνα. 

Για αυτό και πάντα θα κυνηγάμε ανεμόμυλους, κάθε λογής. Νομίζοντας ότι είναι εχθροί μας. Ξιφομαχώντας με τον αέρα. Εκτός αν μας δώσουν μια επιδότηση να στήσουμε τους μύλους εμείς. Και να μας προαγοράσουν και το ρεύμα. Σε τιμή εγγυημένη κλειδωμένη. Και τότε ευθύς αλλάζουμε. Και γίνεται ο  μύλος φίλος και ο Κιχώτης συνετός. Αλλά που…γίνονται τέτοια πράματα;

Τα μυλαράκια του Λασιθιού εδώ: 
Και εδώ σε ταινία του Βέρνερ Χέρτσογκ: 

εδώ ένα τοπίο αλλοιωμένο αίσχος στη Δανία:

 


(δημοσιεύτηκε στο Capital.gr την Τετάρτη 29 Μαρίου 2017






Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Οι προφήτες της οργής...



"έχεις μια τάξη δυνατών, νέων αντρών και γυναικών, που θέλουν να θυσιάσουν τη ζωή τους για κάτι. Οι διαφημίσεις έχουν οδηγήσει αυτούς τους ανθρώπους να κυνηγάνε αυτοκίνητα και ρούχα που δεν έχουν ανάγκη. Γενιές ολόκληρες έχουν εξασκήσει επαγγέλματα που μισούν, μόνο και μόνο για ν’ αγοράσουν πράγματα που δεν έχουν πραγματικά ανάγκη…δεν έχουμε κάποιο μεγάλο πόλεμο στη γενιά μας ή κάποια μεγάλη κρίση, έχουμε ωστόσο πόλεμο πνευματικό. Έχουμε μια μεγάλη επανάσταση ενάντια στον πολιτισμό. Η μεγάλη κρίση είναι οι ζωές μας. Έχουμε μια πνευματική κρίση…πρέπει να δείξουμε σ’ αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες τι σημαίνει ελευθερία αιχμαλωτίζοντάς τους και να τους μάθουμε τι πάει να πει κουράγιο τρομοκρατώντας τους…”
                                                                 Chuck Palahniuk, Fight Club




Το μίσος είναι ένα προϊόν. Αγροτικό. Βγαίνει από σπόρο που καλλιεργείται με προσοχή. Χρόνια τώρα οι προφήτες της οργής καλλιεργούν το σπόρο του μίσους, της διχόνοιας, της έχθρας. Και τώρα είναι άλλη μια εποχή θερισμού των καρπών. 

Άνθρωποι εγκλωβισμένοι στην ανεργία και την απραξία. Σε αισθήματα αποτυχίας και ανικανότητας. Άνθρωποι χωρίς καμία εναλλακτική επαγγελματική επιλογή, χωρίς προοπτικές καλύτερης ζωής, χωρίς δυνατότητες για νέα ξεκινήματα, αναγκασμένοι να υποτάσσονται στην αναξιοπρέπεια της κομματικής αυταπάρνησης, σε ανίκανους κομματικούς αρχηγίσκους, πολιτειακούς άρχοντες αμφίβολης ηθικής, σε “κινήματα”, “οργανώσεις” και πολιτικούς σχηματισμούς χωρίς αρχές, αξίες και χάρτη κινήσεων δεσμευτικό. 

Οι έννοιες έχουν χάσει την αξία τους, όπως και οι θεσμοί και οι νόμοι, διότι συνεχώς επαναπροσδιορίζονται κατά το δοκούν, κατά την όρεξη εκάστου ηγετίσκου και κομματικού λαγού, κατά που φυσάει σήμερα ο άνεμος, αυτό που σημαίνει σήμερα ο ανθρωπισμός, αύριο είναι κάτι άλλο, κάθε αξία γίνεται λάστιχο και εκσφενδονίζεται στο σύμπαν της παράνοιας. 

Οι προφήτες του μίσους εμφανίζονται πάντα, όταν δεν υπάρχουν φωτισμένοι ηγέτες. Σαν κακά υποκατάστατα μιας δήθεν νομοτελειακής προφητείας, κυρήττουν την καταστροφή, ντυμένη με ωραία λόγια. “Με δραχμή αμέσως καλύτερα”, “εθνική ανεξαρτησία=εθνικό νόμισμα”, “σπάσε τα δεσμά σου από τον καπιταλισμό και τη λυκοσυμμαχία”, η καταστροφή είναι ντυμένη με ιαχές επανάστασης. 



Η οργή πρέπει να μετατραπεί σε αυτοκαταστροφή. Έχεις στα χέρια σου έναν μεγάλο αριθμό από ανθρώπους απελπισμένους, γεμάτους αμφιβολίες, ζαλισμένους από την πολιτική καφρίλα και την τηλεοπτική σαχλαμάρα, αποβλακωμένους σε ξοφλημένα πανεπιστήμια και χρεωκοπημένα σχολεία, έτοιμους να πιστέψουν το κάθε τι που θα τους υπόσχεται πρωτίστως εκδίκηση και γδικιωμό. Έχεις πάνω από όλα ανθρώπους που αισθάνονται ξεχασμένοι. Την καλύτερη πελατεία. 

Πατάς στα προαιώνια συμπλέγματα της φυλής: ενοχικά σύνδρομα, μεσσιανισμό, μειονεξία μπροστά στο αρχαίο παρελθόν, ανευθυνότητα, μόνιμη αίσθηση επικείμενης προδοσίας, αίσθημα καταδίωξης, διπολισμό ανάμεσα σε αυταπάτες μεγαλείου και αυτοματαίωσης. 

Οι προφήτες της οργής είναι οι απατεώνες της εποχής μας. Δε μιλάνε ποτέ συγκεκριμένα. Υποδαυλίζουν πάθη και θυμίζουν εγκλήματα του παρελθόντος, με μεγάλα κούφια λόγια για λαούς που πρέπει πάντα να θυμούνται την ιστορία τους. Εννοούν να θυμούνται τις ματωμένες σελίδες της ιστορίας τους, ώστε να ματώσουν και τις επόμενες. 

Οι προφήτες της οργής, είναι λογής υποκείμενα: αποτυχημένοι αρχηγίσκοι, ανεπάγγελτοι, αιώνιοι κομματικοί υπάλληλοι, περιθωριακοί επαναστάτες, λογής μετριότητες. Αλλά όλοι έχουν κατά νου ένα: το μεγάλο και ωραίο πλιάτσικο μετά την καταστροφή. 

Πόσο έτοιμος είσαι να τους πιστέψεις;  Μήπως τους έχεις ήδη πιστέψει; 

Για σκέψου…

“είμαστε τα μεσαία παιδιά της ιστορίας, μεγαλωμένα από την τηλεόραση με τέτοιο τρόπο ώστε να πιστεύουμε πως κάποια μέρα θα γίνουμε εκατομμυριούχοι και αστέρες του σινεμά και αστέρες του ροκ, αλλά δεν πρόκειται να γίνουμε. Και μόλις που αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε αυτό το γεγονός. Οπότε κομμένες οι μαλακίες…”
                                                                         ο.π.





(το fight club, του C.Palahniuk κυκλοφορεί από τις εκδόσεις οξύ, σε μετάφραση Γ.Πολύζου)



10 Φεβρουαρίου 2017

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Τρεις στους Δέκα

Είμαι ένας στους δέκα
ένας αριθμός σε έναν κατάλογο
είμαι ένας στους δέκα
αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχω
κανείς δε με γνωρίζει 
κι ας είμαι συνεχώς εκεί
μια στατιστική, μια υπενθύμιση
σε έναν κόσμο που δε νοιάζεται…

                                                                           UB 40, “One in Ten”, 1981

                                                                             



Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 η ανεργία στη Μεγάλη Βρετανία είχε εκτοξευθεί. Το 1976 η κοινωνική περιθωριοποίηση των νέων οδήγησε στην έκρηξη της πανκ μουσικής και την αμφισβήτηση για πρώτη φορά σε μεγάλη κλίμακα, πατροπαράδοτων βρετανικών αξιών και θεσμών, με πρώτη αυτή της βασιλείας. Η Θάτσερ που ήρθε το 1979, αποφάσισε αναπροσαρμογή του οικονομικού μοντέλου, ξεκινώντας από τα κοινωνικά επιδόματα και τον ενεργειακό χάρτη. Η ανεργία εκτινάχθηκε και παγιώθηκε στο 10 %. Μη σας φαίνεται λίγο, ήταν υψηλό για την εποχή, καθώς την ίδια στιγμή η Βρετανία προσπαθούσε να βρει τον παραγωγικό της δρόμο απέναντι στη Γερμανία και την Ιαπωνία που κατέκλυζαν τις αγορές. Ο πρώτος δίσκος του ρέγκε συγκροτήματος UB 40 είχε εξώφυλλο την αίτηση για το επίδομα ανεργίας. Τριανταπέντε χρόνια μετά, η ανεργία στη Βρετανία είναι περίπου στο μισό, με υψηλό βαθμό κινητικότητας, δηλαδή με χαμηλό αριθμό μακροχρόνια ανέργων, πάντα συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. 

Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της παγκόσμιας τράπεζας η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία είναι 21 % στους άνδρες και 28,7 % στις γυναίκες, δηλαδή σε ένα μέσο όρο 24,5 %. Αντιλαμβάνεστε ότι η γραμματεία ισότητας τρώει λίγο τζάμπα λεφτά. Χωρίς να είναι η μόνη. 

Η ανεργία είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο για τον οποίο δε μιλάει κανείς. Σχετίζεται με τόσους πολλούς παράγοντες, που μόνο μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, λένε πολλοί και έχουν ένα δίκιο. Πάντα όμως πίστευα και πιστεύω ότι υπάρχουν και άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις. Απλώς ξεβολεύουν κάμποσο κόσμο. Και όταν λέω ξεβολεύουν δεν εννοώ απολύουν. 

Τι γεννά όμως την ανεργία στη χώρα; Η αδιαφορία των κυβερνήσεων τη διαιωνίζει, αλλά τι τη γεννά; 

  1. Ο λάθος προσανατολισμός του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Η κρατική εκπαίδευση είναι σχεδιασμένη στο γάμο του καραγκιόζη. Υπάρχει για να λέμε ότι υπάρχει -και καλά δωρεάν. Κανείς δεν ξέρει τι επαγγελματίες θέλουμε, πως θα τους αναδείξουμε, πως θα τους ενθαρρύνουμε, πως θα εντοπίσουμε τις δεξιότητες εκάστου μαθητή, πως θα κάνουμε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. Ο αριθμός εισακτέων σε μια σειρά από σχολές, όπως Φιλοσοφική, Θεολογική, Αρχιτεκτονική, Νομική, Ιατρική, Θεατρολογία και καμιά δεκαριά άλλων τουλάχιστον είναι μια ματαιότητα. Αν κάποιος θέλει να σπουδάσει σε τέτοιες σχολες για την πλάκα του καλά κάνει. Αν περιμένει να βρει δουλειά ματαιοπονεί. Όχι ότι οι επιστήμες αυτές δεν είναι άκρως απαραίτητες για μια κοινωνία. Απλώς τα ελληνικά πανεπιστήμια δε βγάζουν επιστήμονες. Βγάζουν απόφοιτους, κάτι που είναι τελείως διαφορετικό. Βγάζουν πτυχιούχους χωρίς κανένα σχεδιασμό για το που μπορούν να δουλέψουν. Και επίσης, χιλιάδες νέοι χρόνια τώρα σπουδάζουν σε κλάδους που η κοινωνία και το κράτος δεν χρειάζεται πια σε τέτοιο βαθμό. Φανταστείτε, πόσες ώρες χαμένες σε ανερμάτιστη παπαγαλία, λεφτά σε φροντιστήρια, άγχος και στρες και ένταση ανάμεσα στις οικογένειες και στενοχώριες, συσσωρεύει δεκαετίες τώρα αυτός ο ξοφλημένος θεσμός που λέγεται Πανελλαδικές εξετάσεις. 
  2. Η έλλειψη συγκροτημένων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που να βγάζουν ανθρώπους για μια αναπτυσσόμενη παραγωγικά κοινωνία. Τι στο διάολο εννοώ; Εννοώ ότι τουλάχιστον οι μισοί εργαζόμενοι για τα επόμενα χρόνια πρέπει να κατευθυνθούν στην αγροτική παραγωγή και σε επαγγέλματα χειρωνακτικής εργασίας. Η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν θα ξεκινήσει από τα μαθήματα της θεωρητικής κατεύθυνσης. 
  3. Η εχθρότητα στον ιδιωτικό τομέα, τον σκοτώνει και μαζί του πεθαίνει κάθε προοπτική ανάπτυξης. Στο δημόσιο περνάς καλύτερα ως εργαζόμενος και βγάζεις κει περισσότερα λεφτά, ακόμα και σήμερα. Οπότε, γιατί να ταλαιπωρείσαι στον ιδιωτικό; Αντί να προκαλέσουμε έκρηξη εγχώριας επιχειρηματικότητας, προτιμάμε ως ζητιάνοι να ζητάμε συνέχεια δανεικά για να πληρώνουμε μισθούς, συντάξεις και λογής κρατικές υποχρεώσεις. Ωραία τα μεγάλα λόγια του τραβεστί ηρωισμού, αλλά πρέπει να ντρεπόμαστε που ξένοι πληρώνουν τις συντάξεις μας αυτή τη στιγμή. 
  4. Η νοοτροπία της αριστεράς και των νεολαιών της ότι η σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά είναι έγκλημα. Ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Χρόνια τώρα αριστερονεολαίοι με μυαλά μαθουσάλα, σαμποτάρουν κάθε μεταρρύθμιση. Και μετά οι γονείς απορούν γιατί δε βρίσκουν δουλειά τα παιδιά τους. Τι περιμένει τους εισακτέους μετά την εισαγωγή τους στις σχολές, σύμφωνα με το περυσινό νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας; Μα φυσικά, η αιώωωνιααα φοίτηση. Ως τη δευτέρα παρουσία. Για να μπορούν επαγγελματίες φοιτητοπατέρες να συνεχίζουν το θεάρεστο έργο τους. 
  5. Πρωθυπουργοί που δεν έχουν μείνει άνεργοι δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν για την ανεργία. Σας φαίνεται λαϊκίστικο; Δείτε τη σύνθεση της σημερινής βουλής: συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, γόνοι πολιτικών οικογενειών, επαγγελματίες πολιτευτές και πλούσιοι, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία. Ποια προβλήματα της καθημερινότητας πιστεύετε ότι θα αναδείξουν; Μην απαντήσετε, δείτε τι ψηφίζουν σωρηδόν. Χωρίς να ισοπεδώνω εννοείται το πολιτικό σύστημα και χωρίς να υποτιμώ τους αρκετούς άξιους στο κοινοβούλιο, στατιστικά βλέποντας το πράγμα, η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. 
  6. Η Ελλάδα δεν έχει brands. Ενώ η ίδια είναι ένα brand με υψηλότατη εν δυνάμει υπεραξία, δε διαθέτει διεθνώς αναγνωρισμένα brands. Δηλαδή επώνυμες μάρκες παγκόσμιας αναγνωρισιμότητας. Δεν αρκεί να έχεις καλό προϊόν. Θέλει και μπράντα. Ο πελάτης δεν αγαοράζει έτσι γενικώς αμερικάνικο παπούτσι. Αγοράζει Nike. Ασχέτως που κατασκευάζεται. Δεν αγοράζει γιαπωνέζικο μηχανάκι. Αγοράζει Χόντα, κ.ο.κ. Αγοράζει υπογραφή. Θα άξιζε τον κόπο να ρωτήσουμε ποιες μάρκες έρχονται στο μυαλό των ξένων όταν ακούνε Ελλάδα. Σταθείτε στην είσοδο του μουσείου της Ακρόπολης και παρατηρείστε τους τουρίστες. Θα καταλάβετε ποιες είναι οι ισχυρές χώρες σήμερα από αυτά που φοράνε και κρατάνε στα χέρια τους: οι περισσότεροι φοράνε βραζιλιάνικες σαγιονάρες ή γερμανικά πέδιλα. Ιταλικού ή αμερικάνικου σχεδιασμού μπλουζάκια και σορτς κινεζικής όμως κατασκευής. Κρατάνε κινητά αμερικάνικης σχεδίασης, κινέζικης κατασκευής και φωτογραφικές μηχανές ιαπωνικής σχεδίασης, επίσης κινέζικης κατασκευής. Φορούν ιταλικά γυαλιά ηλίου, ελβετικά ή ιαπωνικά ρολόγια και οι νεαρότεροι μπλούζες από γερμανικές ή αμερικάνικες αθλητικές μάρκες. Κοντολογίς: Χωρίς επιχειρήσεις κλίμακας, χωρίς εξαγωγικού χαρακτήρα ελληνικές εταιρείες με επώνυμα προϊόντα διεθνών προδιαγραφών, το παραγωγικό μέλλον προδιαγράφεται ακόμα πιο δυσοίωνο. Μόνο σε πολυεθνικές θα υπάρχουν στο μέλλον θέσεις εργασίας. 

Η Ελλάδα δε χρεωκόπησε από την υπερκατανάλωση. Οι κήρυκες της λιτότητας πήραν αμπάριζα και πουλάνε ασκητική καιρό τώρα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η αγορά μόνο έτσι κινούνταν τόσα χρόνια. Το πρόβλημα ήταν ότι τα προϊόντα ήταν εισαγόμενα. Αν ήταν ελληνικά, καθόλου δε θα είχαμε χρεωκοπήσει. Μπορεί να σας φανεί παράδοξο, αλλά ο άσωτος υπερκαταναλωτής που αγοράζει με ό,τι έχει και δεν έχει ελληνικά προϊόντα, ισοδυναμεί με εθνικό ευεργέτη. Δημιουργεί θέσεις εργασίας και δίνει ατέλειωτους φόρους και εισφορές στα ταμεία. 

Ο άνεργος σήμερα είναι ένας περιθωριακός. Δεν αισθάνεται ίσως τόσο μόνος σε σχέση με παλαιότερα που οι άνεργοι ήταν λιγότεροι και αντιμετωπίζεται πλέον ως μια συνήθης περίπτωση. Αλλά αυτό είναι λάθος. Η ανεργία δεν πρέπει να γίνεται ανεκτή. Υπάρχει παραγωγικό σχέδιο από κάποιο κόμμα; Δυστυχώς όχι.

Και για να μη λέτε οτι μόνο κριτικάρω, θα πω μία, από τις ιδέες μου για το ζήτημα:

Οι παλαιού τύπου γεωργικοί συνεταιρισμοί έχουν παρακμάσει. Καινούριοι, πολυμετοχικοί συνεταιρισμοί, που θα διοικούνται από ικανούς μάνατζερ, παιδιά αγροτών που έχουν σπουδάσει σχετικά αντικείμενα, με προϊόντα που θα πληρύν υψηλές προδιαγραφές, σαφώς τυποποιημένα και πιστοποιημένα, με νέες εξαγωγικές πρακτικές, θα ανοίξουν γρήγορα νέους κλάδους, ναι ή όχι; Στο επιχειρησιακό μάνατζμεντ, στην τυποποίηση, τη γραφιστική και το σχεδιασμό συσκευασιών, στην προώθηση, τις πιστοποιήσεις, τις μεταφορές, την έρευνα και, και… Δεν είμαι ειδικός στα αγροτικά, αλλά προσπαθώ να παρατηρώ τι κάνουν οι καλύτεροι διεθνώς. Ο αμερικάνος που αγοράζει λάδι Τυνησίας, μήπως δεν έχει διαφωτιστεί για το λάδι Κολυμπαρίου; Μήπως δεν ξέρει πως να φάει ακριβώς την κρητική γραβιέρα; Αλλά τι κάθομαι και λέω; Ακόμα μετράμε με το πατριωτόμετρο ποιος είναι ο μεγαλύτερος. 

Το θέμα δεν εξαντλείται εύκολα. Απλώς έγραψα κάπως εκτενώς για να μην το ξεχνάμε. Και κάτι, ως τελευταίο κερασάκι:  τόσοι αριστεροί και επαναστάτες τραγουδιάρηδες στη χώρα. Κανένα τραγούδι για την ανεργία ακούσατε; Πού πάνε οι αγωνίες τους όταν συνθέτουν; Μάλλον υποτάσσονται στη μάστιγα της νοσταλγίας, που ενέσκηψε εσχάτως ως όπιο του λαού.


                                                                            



“Είχα μια δουλειά σε μια εταιρεία κατασκευών 
αλλά τελευταία οι δουλειές πέσανε 
λόγω της οικονομικής κατάστασης.
Ξαφνικά όλα αυτά που φαίνονταν τόσο σημαντικά
εξαφανίστηκαν φίλε μου με μιας.
Τώρα, μετά από τόσον καιρό
με βολεύει να κάνω πως δε θυμάμαι
και η δικιά μου να κάνει πως δεν τη νοιάζει,
πια…”

                                                                           Bruce Springsteen, “The River”, 1980



(Δημοσιεύτηκε στο site, e-kyklos, στις 22 Μαΐου 2016)


Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Το Ελληνικό φεστιβάλ και οι Βέλγοι

 Θα μπορούσε να είναι μία από τις περιπέτειες του Αστερίξ, αν στη θέση του Γαλατικού χωριού βάζαμε τη χώρα μας, αλλά τα πράγματα είναι πλέον πολύ δυσάρεστα για να είναι αστεία.
Ζήσαμε άλλη μία επιπολαιότητα της ανύπαρκτης και στον Πολιτισμό βεβαίως, κυβερνητικής πολιτικής. 

                                                       

 Τις εξελίξεις περί της τοποθέτησης και της, προτού καν αναλάβει επί της ουσίας, παραίτησης του Γιαν Φαμπρ, από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή τις ξέρετε. Ορυμαγδός, κανιβαλισμός σε επιλεγμένα βίντεο μιας εξαντρίκ παράστασης του Βέλγου, τα είδαμε όλοι και όλες, αλλά επί της ουσίας πού είναι το πρόβλημα και πώς θα λυθεί; Γιατί τελικά, μία ή δύο παραιτήσεις δε φέρνουν την άνοιξη.

 Η κυρίαρχη άποψη των καλλιτεχνών, με την οποία συντάσσομαι, είναι ότι ο προσανατολισμός του Φεστιβάλ για την επόμενη τετραετία, όπως ανακοινώθηκε στην συνέντευξη τύπου του βραχύβιου διευθυντή, γινόταν βελγοκεντρικός, εξοβελίζοντας τη σύγχρονη ελληνικη καλλιτεχνική έκφραση. Ξεκάθαρα ο Γιαν Φαμπρ δήλωσε ότι η Βελγική-Φλαμανδική τέχνη θα χρησιμοποιούνταν ως πηγή έμπνευσης για τους νέους Έλληνες καλλιτέχνες.
 Η αντίθετη άποψη, όπως εκφράστηκε κυρίως από θεατρολόγους και κριτικούς, ήταν ότι ο Φαμπρ είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης και η προσωπική του σφραγίδα στο φεστιβάλ μόνο καλό θα μπορούσε να κάνει.

                                           

 Δε μπαίνω στη συζήτηση περί της σπουδαιότητας του καλλιτέχνη. Τα δε αποσπάσματα από τις παραστάσεις του, που κανιβαλίστηκαν αρκούντως διαδικτυακά, σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν την ποιότητά του, δεν έχω δει ολοκληρωμένη εργασία του, δεν έχω άποψη, ούτε θετική ούτε αρνητική.

Αλλά τα γεγονότα είναι παραδεκτά από όλους, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους που παρακολούθησαν τις εξελίξεις:

1. Ο υπουργός επέλεξε το Φαμπρ χωρίς να εξηγήσει γιατί. Χωρίς να πει μία κουβέντα για το όραμά του για το φεστιβάλ. Χωρίς να διευκρινήσει ποια ακριβώς αναγκαιότητα κάλυπτε η έλευση του Βέλγου πολυκαλλιτέχνη.

2. Ο δε Φαμπρ παραδέχτηκε ότι αγνοεί τη σύγχρονη ελληνική τέχνη και ότι δεν είχε και το χρόνο να ασχοληθεί για να τη μάθει. Επίσης δεν ασχολήθηκε ούτε για να γνωρίσει την προϊστορία του φεστιβάλ, καθώς και των χώρων του. Απλώς έριξε μια ματιά στα παλιά προγράμματά του και έβγαλε συμπεράσματα στατιστικού προσανατολισμού.

3. Ως εκ τούτων, αποφάσισε να εντάξει στο πρόγραμμα δικές του δουλειές, σύσσωμη την ομάδα των συνεργατών του, καθώς και ως αντικείμενο διδασκαλιών και σεμιναρίων το σύνολο των γραπτών του πονημάτων. Το οποίο μπορεί να είναι εξαιρετικό μεν, αλλά επιμένω, ποια ακριβώς αναγκαιότητα της ελληνικής τέχνης καλύπτει όλο αυτό;

4. Μίλησε για πολυπολιτισμικότητα. Μα, μετατρέποντας το φεστιβάλ, επί τέσσερα -4- παρακαλώ έτη σε βελγικό, ποια πολυπολιτισμικότητα επιτυγχάνεται; Το φεστιβάλ γίνεται μονοπολιτισμικό. 

5. Είναι η πρώτη φορά, που καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ, εντάσσει στο πρόγραμμά του δικές του δουλειές και αναλαμβάνει ρόλο επιπρόσθετο του συντονισμού. Αυτό γινόταν επί σειρά ετών στα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, με αποτέλεσμα συχνά να μετατρέπονται σε παραμάγαζο του εκάστοτε διευθυντή. Τα περισσότερα δε εξ αυτών είναι πλέον ανενεργά.

5. Δυστυχώς γα άλλη μία φορά, ο αρμόδιος υπουργός, παρέδωσε σε έναν του γούστου του, εν λευκώ, ωσάν να ήταν μαγαζί του, έναν ολόκληρο θεσμό. Και βεβαίως δε φταίει καθόλου ο Φαμπρ, που ήθελε να ανεβάσει στην Επίδαυρο την αμφιλεγόμενη παράστασή του. Αλλά ο υπουργός, που του είπε ότι δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Η ισοπεδωτική άποψη, ό,τι νάναι, όπου να'ναι είναι η πεμπτουσία της πολιτικής του Ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού. Δυστυχώς.

 Και τώρα τι θα κάνουμε χωρίς τους Βέλγους; Οι άνθρωποι αυτοί, ήσαν μια κάποια λύσις ή όχι; Θα ψάξουμε να βρούμε έναν άλλο άξιο και τι σημαίνει αυτό;


                                                   


 Πήρα το λόγο στη συγκέντρωση των καλλιτεχνών στο θέατρο Σφενδόνη, την Παρασκευή 1η Απριλίου και δήλωσα ότι το θέμα δεν είναι να ψάχνουμε να βρούμε το καλό αφεντικό. Διότι πέφτουμε σε μία λογική λαχειοφόρο, που αν μας κάτσει ο καλός τα πράγματα θα πάνε καλά, αν όχι, τι να κάνουμε, την άλλη φορά ίσως είμαστε πιο τυχεροί.

 Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι αποκλειστικά και μόνο τα πρόσωπα. Ο υπουργός πολιτισμού δεν είναι πρόεδρος επιτροπής καλλιστείων. Το ζητούμενο είναι το πλαίσιο που θωρακίζει το θεσμό. Το πλαίσιο που προστατεύει το θεσμό από την αυθαιρεσία και του ίδιου του του διευθυντή, αλλά και του αρμόδιου υπουργού. Το πλαίσιο λειτουργίας, που δε θα επιτρέπει να γίνονται έκτροπα και ατασθαλίες. Προτείνω λοιόν τα εξής:

Α. Ο καλλιτεχικός διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ να επιλέγεται από τον αρμόδιο υπουργό μέσα από ανοιχτό διεθνή διαγωνισμό, όπου οι ενδιαφερόμενοι θα καταθέτουν το όραμα και το σχέδιό τους για τη θητεία τους. Όλες οι υποψηφιότητες να αναρτώνται στο διαδίκτυο, να είναι ανοιχτές πρός όλους και η επιλογή του διευθυντή να δικαιολογείται με τη σειρά της. Ο υπουργός αναλαμβάνει την ευθύνη της επιλογής του προσώπου, αλλά με στόχευση. Ο διαγωνισμός να είναι διεθνής, γιατί και ο θεσμός είναι διεθνής. Και φυσικά, στην ευρζώνη στην οποία ανήκουμε, είναι αστείες οι φωνές, περί "ξένων" και "Ελλήνων".

Β. Το φεστιβάλ πρέπει να είναι σαφώς προσανατολισμένο στη διάδοση και ανάδειξη της σύγχρονης ελληνικής καλλιτεχνικής έκφρασης. Όχι να υποτάσσεται στην ιδρυματική άποψη της αόριστης ανταλλαγής ρευμάτων και τάσεων. Παραγωγή ελληνικών θεαμάτων με περαιτέρω στόχο τη διάδοσή τους πέραν των συνόρων, με συνέργειες ή και επιπρόσθετο μηχανισμό. Γιατί; Μα διότι, ως διεθνές εκ των πραγμάτων, οφείλουν και οι παραγωγές του να είναι διεθνών προδιαγραφών. Επομένως κάλλιστα θα μπορούν να εξαχθούν.

Γ. Το Φεστιβάλ προ Λούκου ήταν κυρίως μουσικοκεντρικό. Επί Λούκου έγινε θεατροκεντρικό. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ίση παρουσία όλων των τεχνών, μουσική, εικαστικά, θέατρο, χορός, παραστατικές τέχνες εν γένει, με ισομέρεια και καταμερισμό τόσο σε νέα όσο και σε καθιερωμένα θεσμικά ή μη σχήματα.

Δ. Η παρουσία ελληνικών και ξένων παραγωγών να ορίζεται ποσοστιαία, έστω κατά προσέγγιση. Προτείνω 60 % ελληνικό, 40 % διεθνές.

Ε. Η χρηματοδότηση του Φεστιβάλ να είναι κατοχυρωμένη και σταθερή, οριζόμενη με νόμο και καταβαλλόμενη αυτομάτως κάθε χρόνο, άνευ αναμονής εγκρίσεων από τον υπουργό, για να αποφεύγονται οι καθυστερήσεις. Με την έναρξη του φεστιβάλ, να υπάρχει στα ταμείο του τουλάχιστον το 50 % του προϋπολογισμού. Να ορίζεται αυστηρό χρονοδιάγραμμα εξοφλήσεως των συντελεστών των παραστάσεων. Δε μπορεί να ξεκινάει Φεστιβάλ, ενώ ακόμη εκκρεμούν πληρωμές συντελεστών από προηγούμενα. Δε μπορούμε να παίζουμε με το ψωμί των εργαζομένων καλλιτεχνών και συντελεστών. 

ΣΤ. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής πρέπει να ασχολείται μόνο με τα καλλιτεχνικά του καθήκοντα. Δεν ασχολείται με τις διαδικασίες των οικονομικών συναλλαγών. Θεσμοθετείται ξεχωριστή μόνιμη θέση οικονομικού υπεύθυνου. 

Ζ. Το Φεστιβάλ πρέπει να έχει πλήρη ελευθερία να συμπράττει χορηγικά, ώστε να μπορεί να έχει μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα, με ιδιωτικούς φορείς και εταιρείες. Πρέπει να διευκολυνθεί σε αυτό μέ έναν αναμορφωμένο νόμο περί χορηγιών. 

Ε. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής, τέλος, δε θα έχει δικαίωμα άμεσης παρουσίας στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ. Αν είναι ηθοποιός, για παράδειγμα, δε θα έχει δικαίωμα να ορίζει τον εαυτό του πρωταγωνιστή παράστασης του φεστιβάλ. Αντίστοιχα, αν είναι σκηνοθέτης ή θιασάρχης,  δε θα μπορεί να σκηνοθετεί ή να συμμετέχει ο θίασός του, κ.ο.κ. Να τελειώνουμε με τις εργολαβίες. 

 Υπάρχουν και άλλες λεπτομέρειες που θα άξιζε να συζητηθούν με τους καλλιτέχνες αλλά και τους θεατές. Το φεστιβάλ δεν "ανήκει" σε κανέναν μας. Διαχειριστές και κοινωνοί του είμαστε και οφείλουμε να προφυλάξουμε και να βελτιώσουμε αυτόν τον ιστορικό θεσμό.

Το μέλλον του Φεστιβάλ είναι τώρα και δε μπορεί άλλο να μας περιμένει.




Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Το ορατό ρήγμα


Ποιους εκπροσωπούν τα κοινοβουλευτικά κόμματα; Μα τους ψηφοφόρους τους, θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο. Μόνο αυτούς; Δηλαδή, αν ένα κόμμα ζητήσει την ψήφο των αγροτών επί παραδείγματι και σαρώσει στις αγροτικές περιοχές, θα πρέπει να δουλέψει μόνο για αυτούς; Και αν δεν πάρει την ψήφο τους και μείνει έξω από τη Βουλή, τότε θα δικαιούται να ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί τους αγρότες; Τα κόμματα που γίνονται δε κυβερνήσεις, ποιον εκπροσωπούν με την άνοδό τους στην εξουσία; Τους ψηφοφόρους τους πάλι ή όλους τους Έλληνες; 

Πάρτε για παράδειγμα το κομμουνιστικό κόμμα, που εκφράζει κατά τα λεγόμενά του τον κόσμο της εργατιάς. Με το σχεδόν παγιωμένο 5-6 % που διαθέτει, θα συμπεραίναμε είτε ότι ο οι εργάτες στη χώρα είναι μόλις 5 %, είτε ότι ελάχιστοι το νομιμοποιούν να τους εκπροσωπεί. Δε θέλω να πω ότι το ΚΚΕ δεν εκφράζει ντε και καλά τους εργάτες και τους εργαζόμενους, το πήρα απλώς ως παράδειγμα για να γενικεύσω το συλλογισμό μου, που είναι ο εξής:

Ποιος αποφασίζει ποιους εκπροσωπεί ένα κόμμα; Το ίδιο το κόμμα ή οι άνθρωποι που το εμπιστεύονται; Αν ισχύει το πρώτο, τότε θα καταλήγαμε στην Τσαρούχεια ρήση, ότι στον τόπο αυτό είσαι ό,τι δηλώσεις. Αν ισχύει το δεύτερο τα πράγματα μπλέκουν λίγο. 

Εγώ θεωρώ ότι ισχύει δυστυχώς το πρώτο, ενώ θα έπρεπε να ισχύει ένας συνδυασμός και των δύο. Επαναδιατυπώνω το συλλογισμό λοιπόν, τούτων δοθέντων: Κάθε κόμμα ζητά να εκπροσωπήσει συγκεκριμένους Έλληνες πολίτες, ενίοτε και όλους, και δικαιούται να θεωρεί ότι τους εκπροσωπεί εφ’ όσον εκείνοι το εμπιστευθούν. 

Πάρτε παράδειγμα τη σημερινή Δεξιά. Ποιους εκπροσωπεί; Άλλους θα σου πει η ίδια, άλλους θα σου πουν ότι εκπροσωπεί οι αντίπαλοί της. 
Η Κεντροαριστερά τώρα, ποιους εκπροσωπεί; Ή πιο σωστά ποιους θέλει να εκπροσωπήσει; Και βεβαίως, πώς θα τους συναντήσει; Και που; 
Θέλει για παράδειγμα να συνομιλήσει με τις “δημιουργικές δυνάμεις του τόπου;” Ποιες είναι αυτές συγκεκριμένα; Και πως συνομιλεί; Με ποιες διαδικασίες; Με ποια διαδικασία τριβής, συναντάται μαζί τους; Φοβάμαι ότι τα ερωτήματά μου είναι ρητορικά, όλοι γνωρίζουμε τις ανύπαρκτες απαντήσεις, κοινώς πετάω πέτρες στα κεραμίδια άνευ αποτελέσματος. 

Αντίστοιχα, το πότε ακριβώς γυρίζει ο τροχός της ιστορίας, το αποφασίζει κυρίως η κοινωνία. Εγώ μπορεί να θεωρώ όσο θέλω ότι κάποια κόμματα ολοκλήρωσαν τον κύκλο της ζωής τους και πλέον δεν προσφέρουν τίποτα. Αλλά αν αυτό δεν εκφραστεί σταθερά στις κάλπες, η άποψή μου δεν έχει καμία σημασία. Κανείς δεν αποφασίζει μόνος του για λογαριασμό των άλλων. Ζητάει τη δημοκρατική νομιμοποίηση και αν την πάρει έχει καλώς, διαφορετικά παραμένει ένα είδος πολιτικού ιδιώτη.

Καλές οι προσκλήσεις, οι επιτελικές επικοινωνίες και οι δημόσιες επιστολές, αλλά φοβάμαι ότι υπάρχει ένα ορατό ρήγμα, ανάμεσα στην πραγματική ζωή των ανθρώπων και τους κομματικούς σχεδιασμούς των λογής αρχηγών και επικεφαλής. Τα κόμματα δεν κάνουν πραγματικό διάλογο με την κοινωνία. Δεν την ακούνε. Γιατί δεν υπάρχουν σε συντριπτικό βαθμό στην καθημερινότητά της. Άφησαν την Αριστερά να αλώσει τις συλλογικότητες, τα σωματεία, τις συντεχνίες, και συνδικαλιστικά και ιδεολογικά σε λαϊκιστικό επίπεδο όμως, και τώρα προσπαθούν με αγγελίες να βρουν ψηφοφόρους. Αλλά εις μάτην. Χωρίς “πρόσωπο” στην κοινωνία, εμπιστοσύνη δεν κερδίζεται. 

                                                            

Εργάζομαι ως ηθοποιός 27 χρόνια τώρα. Πριν μου προκύψει η πολιτική, γνώριζα ότι αυτή δεν είναι θέατρο, πράγμα που αγνοούν οι περισσότεροι πολιτικοί. Θέλω να πω, ότι οι ψηφοφόροι, οι πολίτες, δεν είναι και δε θέλουν όλο και περισσότερο να είναι, απλοί χειροκροτητές του μεγάλου ηγέτη-πολιτικού πρωταγωνιστή. Θέλουν να ακούγονται, χωρίς όμως να τρώνε ατελείωτα τις ώρες τους σε  ατελείωτες συζητήσεις, αδιέξοδα συνέδρια και αιώνιες διεκδικήσεις. Το να λέμε ότι πρέπει να ενεργοποιηθεί και να εκφραστεί ο κόσμος της εργασίας είναι σωστό, αλλά για το πως θα τον εμπνεύσουμε δεν άκουσα κουβέντα. Και πώς θα γίνει αυτό όταν υπάρχει όχι μόνο αποσυσπείρωση, αλλά και τάση αδιαφορίας και αποχής αυξανόμενη; 

Ποιος θα κατέβει στους δρόμους, στα καφενεία, στα σωματεία, στους χώρους εργασίας, στις λογής συλλογικότητες, στην κοινωνία των πολιτών να εξηγήσει, να μεταδώσει, να ακούσει και ενίοτε να αναθεωρήσει, μεταφέροντας στην κορυφή τα συμπεράσματα και τις γνώμες των ανθρώπων; Νομίζουμε ότι θα λέμε περισπούδαστα πράγματα σε λογής πάνελ, σε ωραίες αίθουσες του Ζαππείου, σε συγκεντρώσεις κομματικών υπαλλήλων, και η κοινωνία θα εκστασιάζεται χειροκροτώντας μας; Πλανώμεθα πλάνην οικτρά αγαπητοί και αγαπητές μου. 

Και μην ελπίζετε στην αναπόφευκτη φθορά και δυσαρέσκεια. Για να γυρίσει ο κόσμος θέλει δουλειά πολλή. 

Στην εποχή του διαδικτύου, τα σταριλίκια μας τελειώσανε. Και φοβάμαι, αν δε βγούμε στην κοινωνία, ό,τι και να ειπωθεί, στο τέλος την αίθουσα θα τη σκουπίσουν οι αρχηγοί με τα παρεάκια τους. Που, εδώ που τα λέμε, δε φτιάχνουν πλέον ιστορία όπως άλλοτε. 

(δημοσιεύτηκε στο e-kyklos.gr στις 24 Μαρτίου 2016)